- καταλογισμός
- (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του θεωρείται ότι έχει την ικανότητα του κ. Στα παιδιά που έχουν τελέσει αξιόποινες πράξεις, παρά το γεγονός ότι δεν τους καταλογίζονται, μπορεί να επιβληθούν αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα. Στους εφήβους που έχουν τελέσει αξιόποινες πράξεις επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση κατά τον νόμο να επιβληθεί ποινικός σωφρονισμός. Αποκλείεται επίσης o κ. προκειμένου για κωφάλαλους ή επιβάλλεται σε αυτούς ελαττωμένη ποινή. Ο κ. αποκλείεται επίσης όταν πρόκειται για πρόσωπα που διέπραξαν αδίκημα σε κατάσταση διαταραχής των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης, όχι όμως όταν η κατάσταση αυτή έχει προκληθεί επίτηδες από τον δράστη, αν για παράδειγμα έχει κάνει χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και υπό την επήρειά τους έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Αν, εξάλλου, η διαταραχή δεν είναι πλήρης, επιβάλλεται ελαττωμένη ποινή (εκτός από την περίπτωση της υπαίτιας μέθης) και η εκτέλεση της ποινής γίνεται σε ιδιαίτερα ψυχιατρικά ή σωφρονιστικά καταστήματα. Ειδικές προβλέψεις έχουν γίνει για την εκτέλεση της ποινής των επικίνδυνων ή από έξη εγκληματιών με ελαττωμένη ικανότητα κ.
Ένα δεύτερο στοιχείο της έννοιας του κ., εκτός από την ικανότητα κ., είναι η διακρίβωση των αιτιών του εγκληματικού αποτελέσματος, σύμφωνα με τη διάκριση βαθμών της ποινικής ευθύνης. Το ποινικό δίκαιο προβλέπει μια σειρά περιπτώσεων, κατά τις οποίες ο κ. αποκλείεται ή είναι ελαττωμένος. Περιπτώσεις που αποκλείουν τον κ. είναι, κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, η πραγματική πλάνη (εκτός αν οφείλεται σε άγνοια, οπότε καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια), η συγγνωστή νομική πλάνη και η κατάσταση ανάγκης.
* * *ο (Α καταλογισμός) [καταλογίζω]νεοελλ.1. η απόδοση ενός γεγονότος σε κάποιον ως υπαίτιο («καταλογισμός ελλείμματος»)2. (νομ.) απόδοση ευθύνης, κατηγορία3. φρ. α) (νομ.) «καταλογισμός πράξεως» — η απόδοση ευθύνης στον δράστη εγκληματικής πράξης, η κρίση με την οποία μια αξιόποινη πράξη αποδίδεται στη βούληση τού δράστηβ) (οικον.) «οικονομική θεωρία καταλογισμού» — η αξιολόγηση τής συμβολής κάθε συντελεστή τής παραγωγής στη δημιουργία τής αξίας τών αγαθών, θεωρία που έχει ως αφετηρία τη λεγόμενη θεωρία τής οριακής χρησιμότηταςγ) (λογιστ.) «καταλογισμός δαπάνης» — κατανομή μιάς δαπάνης στα διάφορα κέντρα ή φορείς κόστους.αρχ.λογαριασμός, αφήγηση, αρίθμηση.
Dictionary of Greek. 2013.